Νόσος Menière

October 22, 2014

Τι είναι η νόσος Menière και που οφείλεται;

H πάθηση αυτή περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Prosper Menière το 1861. Χαρακτηρίζεται από μία τριάδα συμπτωμάτων: επεισόδια περιστροφικού ιλίγγου, εμβοές και βαρηκοΐα. Αφορά συνήθως το ένα αυτί. Παρά τις πολυάριθμες έρευνες η αιτιολογία της νόσου αυτής παραμένει ακόμα άγνωστη.

Ποια είναι τα συμπτώματα της νόσου;

Όπως προαναφέρθηκε, η νόσος αυτή χαρακτηρίζεται από επεισόδια περιστροφικού ιλίγγου, εμβοές και βαρηκοΐα. Τα επεισόδια ιλίγγου διαρκούν από 1 έως 24 ώρες και συχνά συνυπάρχει ναυτία και τάση προς έμετο. Η κίνηση του σώματος επιβαρύνει τα συμπτώματα αυτά. Για το λόγο αυτό, ο ασθενής παραμένει συνήθως ξαπλωμένος και ακίνητος έως ότου υποχωρήσει σταδιακά ο ίλιγγος. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου αυξάνει παράλληλα και η ένταση του βουητού στο αυτί. Επίσης ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται και ένα αίσθημα πληρότητας (μπούκωμα) στο πάσχων αυτί.

Πως εξελίσσεται η νόσος αυτή;

Συνήθως, σε μακρύ χρονικό διάστημα (10 έτη) τα επεισόδια ιλίγγου μειώνονται αισθητά ή εξαλείφονται πλήρως σε ποσοστό μεγαλύτερο από 75% των ασθενών, ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας. Δυστυχώς όμως, εν τέλει η ακοή μειώνεται σημαντικά στο πάσχων αυτί.

Τι εξετάσεις πρέπει να γίνουν για τη διάγνωση της νόσου Menière;

Το ιστορικό του ασθενούς θέτει αρχικά την υποψία για τη νόσο Menière. Το ακοόγραμμα είναι πολύ σημαντικό για τη διάγνωση αυτής της πάθησης. Συνήθως αποκαλύπτεται μία απώλεια της ακοής, ιδίως στις χαμηλές συχνότητες. Η βαρηκοΐα αυτή μπορεί στα αρχικά στάδια της νόσου να είναι διαλείπουσα, να επανέρχεται δηλαδή η ακοή στα φυσιολογικά επίπεδα ανάμεσα στα επεισόδια ιλίγγου και να επιβαρύνεται μόνο κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. Με την πάροδο του χρόνου, η βαρηκοΐα καθίσταται μόνιμη. Η δοκιμασία διακλυσμού του λαβυρίνθου δείχνει συνήθως βλάβη στην λειτουργία ισορροπίας (αιθουσαία λειτουργία) στο πάσχων αυτί. Η δοκιμασία αφυδάτωσης με χρήση γλυκερόλης βοηθάει στη διάγνωση, αλλά δεν εκτελείται συχνά γιατί μπορεί να προκαλέσει ναυτία και πονοκέφαλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας (αποκλεισμός ακουστικού νευρινώματος).

Υπάρχει θεραπεία για τη νόσο Menière;

Επειδή η αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη δεν υπάρχει ακριβής θεραπεία. Η θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να είναι φαρμακευτική ή χειρουργική. Πρέπει πάντοτε να ξεκινάει κανείς από τα πιο απλά θεραπευτικά σχήματα με σταδιακή επιλογή των πιο επεμβατικών μεθόδων. Αρχικά προτείνεται η μείωση της καθημερινής κατανάλωσης αλατιού και νερού από τον ασθενή. Είναι επίσης σημαντική η ψυχολογική υποστήριξη αυτού. Τα πιο συχνά χορηγούμενα φαρμακευτικά σκευάσματα είναι τα αγγειοδιασταλτικά. Ορισμένοι συνιστούν την παράλληλη χορήγηση διουρητικών. Τα αιθουσαία κατασταλτικά χορηγούνται μόνο σε οξεία φάση. Τελευταία, έδαφος έχουν αρχίσει να κερδίζουν οι ενδοτυμπανικές εγχύσεις φαρμακευτικών ουσιών.

Τι είναι οι ενδοτυμπανικές εγχύσεις;

Ενδοτυμπανική έγχυση σημαίνει τη έγχυση/ χορήγηση ενός φαρμακευτικού σκευάσματος πίσω από το τύμπανο. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χορήγηση του φαρμάκου σε υγρή μορφή. Το τύμπανο διαπερνάται με τη βοήθεια μίας πολύ λεπτής βελόνας ώστε η έγχυση του φαρμάκου να γίνει όσο το δυνατό πλησιέστερα στο όργανο στόχο (έσω αυτί). Οι φαρμακευτικές ουσίες που ενίονται είναι είτε κορτιζόνη (δεξαμεθαζόνη) ή αντιβιοτικά (αμινογλυκοσίδη), ανάλογα με την περίπτωση.

Υπάρχει χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου;

Ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται η χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου ως επιλογή. Προτεινόμενες επεμβάσεις είναι η αποσυμπίεση του ενδολεμφατικού σάκου με ή χωρίς τοποθέτηση παροχέτευσης και η καταστροφή του λαβυρίνθου (λαβυρινθεκτομή). Γενικά, υπάρχουν πολλές διαφωνίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε χειρουργικής παρέμβασης για τη νόσο του Menière.